- κατάπονος
- κατάπονοςtiredmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κατάπονος — κατάπονος, ον (Α) 1. καταπονημένος, κουρασμένος, κατάκοπος 2. εξασθενημένος, εξαντλημένος 3. (για ποίηση ή έργα τέχνης) επεξεργασμένος 4. επίπονος, κουραστικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + πονος (< πόνος), πρβλ. επί πονος, σύμ πονος] … Dictionary of Greek
κατάπονον — κατάπονος tired masc/fem acc sg κατάπονος tired neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταπόνοις — κατάπονος tired masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταπόνου — κατάπονος tired masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταπόνους — κατάπονος tired masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταπόνῳ — κατάπονος tired masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατάπονοι — κατάπονος tired masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταπονώ — και καταπονάω (AM καταπονῶ, έω, Μ και καταπονάω) [κατάπονος] καταβάλλω προξενώντας μεγάλο κόπο σε κάποιον, κουράζω, εξαντλώ νεοελλ. μσν. υπερνικώ, υπερισχύω, υπερτερώ σε δύναμη μσν. αρχ. 1. χωνεύω τροφή 2. νικώ, κυριεύω 3. ταλαιπωρώ, βασανίζω 4.… … Dictionary of Greek